αιμομίκτρια

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

其他寫法[編輯]

名詞[編輯]

αιμομίκτρια (aimomíktriaf (複數 αιμομίκτριες,陽性 αιμομίκτης)

  1. 亂倫

變格[編輯]

相關詞彙[編輯]