ταυτόχρονος
希腊语[编辑]
词源[编辑]
源自古希腊语 ταὐτός (tautós) + χρόνος (khrónos)。
形容词[编辑]
ταυτόχρονος (taftóchronos) m (阴性 ταυτόχρονη,中性 ταυτόχρονο)
- 同时的
变格[编辑]
ταυτόχρονος 的变格
数 格 / 性 |
单数 | 复数 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
主格 | ταυτόχρονος • | ταυτόχρονη • | ταυτόχρονο • | ταυτόχρονοι • | ταυτόχρονες • | ταυτόχρονα • |
属格 | ταυτόχρονου • | ταυτόχρονης • | ταυτόχρονου • | ταυτόχρονων • | ταυτόχρονων • | ταυτόχρονων • |
宾格 | ταυτόχρονο • | ταυτόχρονη • | ταυτόχρονο • | ταυτόχρονους • | ταυτόχρονες • | ταυτόχρονα • |
呼格 | ταυτόχρονε • | ταυτόχρονη • | ταυτόχρονο • | ταυτόχρονοι • | ταυτόχρονες • | ταυτόχρονα • |
近义词[编辑]
- σύγχρονος (sýnchronos)
派生词[编辑]
- ταυτόχρονα (taftóchrona, “同时”)
- ταυτόχρονη διερμηνεία (taftóchroni diermineía)
拓展阅读[编辑]
- ταυτόχρονος in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.