πνεύμα
参见:πνεῦμα
希腊语[编辑]
词源[编辑]
发音[编辑]
名词[编辑]
πνεύμα (pnévma) n (复数 πνεύματα)
- 灵魂
- 鬼魂
- 精神
- 精髓
- 智慧
- οι τιτάνες της τέχνης και του πνεύματος ― oi titánes tis téchnis kai tou pnévmatos ― 艺术与智慧的巨人
- 幽默
- κάνω πνεύμα ― káno pnévma ― 我讲一个笑话
- (语法) 多声调希腊语使用的一种发音记号,表示送气或不送气
变格[编辑]
πνεύμα的变格
派生词[编辑]
相关词汇[编辑]
- ξυλόπνευμα n (xylópnevma, “甲醇”)
- οινόπνευμα n (oinópnevma, “乙醇”) 及其派生词
- πνευματικός m (pnevmatikós, “教士”)
- πνευματικός (pnevmatikós, “精神的”)
- πνευματικότητα f (pnevmatikótita, “精神性”)
- πνευματισμός m (pnevmatismós, “招魂术”)
- πνευματιστής m (pnevmatistís, “招魂术者”)
- πνευματιστικός (pnevmatistikós, “招魂的”)
- πνευματο- (pnevmato-), πνευματό- (pnevmató-)
- πνευματοκρατία f (pnevmatokratía, “唯灵论”) 〈哲〉
- πνευματώδης (pnevmatódis, “机智的”)
- πνευμο- (pnevmo-) 〈医〉
- πνεύμονας m (pnévmonas, “肺”) 及其派生词
- πνευμονο- (pnevmono-), πνευμονό- (pnevmonó-) 〈医〉
- πνοή f (pnoḯ, “呼吸,气息”)
- 并参见:πνέω (pnéo, “吹”)