ανοιγμένος
希腊语[编辑]
词源[编辑]
分词[编辑]
ανοιγμένος (anoigménos) m (阴性 ανοιγμένη,中性 ανοιγμένο)
- 打开的
变格[编辑]
ανοιγμένος 的变格
数 格 / 性 |
单数 | 复数 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
主格 | ανοιγμένος • | ανοιγμένη • | ανοιγμένο • | ανοιγμένοι • | ανοιγμένες • | ανοιγμένα • |
属格 | ανοιγμένου • | ανοιγμένης • | ανοιγμένου • | ανοιγμένων • | ανοιγμένων • | ανοιγμένων • |
宾格 | ανοιγμένο • | ανοιγμένη • | ανοιγμένο • | ανοιγμένους • | ανοιγμένες • | ανοιγμένα • |
呼格 | ανοιγμένε • | ανοιγμένη • | ανοιγμένο • | ανοιγμένοι • | ανοιγμένες • | ανοιγμένα • |
衍生 | 比较级:πιο + 肯定形(如 πιο ανοιγμένος) 相对最高级:定冠词 + πιο + 肯定形(如 ο πιο ανοιγμένος) |
相关词汇[编辑]
- 参见:ανοίγω (anoígo, “打开”)