跳转到内容

αναθεματισμένος

维基词典,自由的多语言词典

希腊语[编辑]

词源[编辑]

αναθεματίζομαι (anathematízomai) 的完成分词αναθεματίζω (诅咒)的被动语态。

发音[编辑]

  • 国际音标(帮助)/anaθematiˈzmenos/
  • 断字:α‧να‧θε‧μα‧τι‧σμέ‧νος

分词[编辑]

αναθεματισμένος (anathematisménosm (阴性 αναθεματισμένη,中性 αναθεματισμένο)

  1. 诅咒
  2. 该死

变格[编辑]

相关词汇[编辑]