ακουστικό
希腊语[编辑]
名词[编辑]
ακουστικό (akoustikó) n (复数 ακουστικά)
变格[编辑]
ακουστικό的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | ακουστικό • | ακουστικά • |
属格 | ακουστικού • | ακουστικών • |
宾格 | ακουστικό • | ακουστικά • |
呼格 | ακουστικό • | ακουστικά • |
相关词汇[编辑]
- 参见:ακούω (akoúo, “听,听见,听说”)
形容词[编辑]
ακουστικό (akoustikó)
- ακουστικός (akoustikós)的宾格单数阳性形式。
- ακουστικός (akoustikós)的主格、宾格与呼格单数中性形式。