τολουόλιο

維基詞典,自由的多語言詞典

希腊语[编辑]

名词[编辑]

τολουόλιο·(tolouólio)〈

  1. 甲苯
    το τολουόλιο συνήθως χρησιμοποιείται στη βιομηχανία ως οργανικός διαλύτης (甲苯在工业上经常用作有机溶剂)