συμμετέχω

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

詞源[编辑]

源自古希臘語 συμμετέχω (summetékhō)。字面上等同於(συν-) συμ- ((syn-) sym-, 一起,共) +‎ μετέχω (metécho, 參加。參與) < (μετα-) μετ- ((meta-) met-) +‎ έχω (écho, )

發音[编辑]

動詞[编辑]

συμμετέχω (symmetécho) (過去簡單式 συμμετείχα被動語態 —)

  1. 參與參加

變位[编辑]

相關詞彙[编辑]

延伸閱讀[编辑]