στρατιώτης

維基詞典,自由的多語言詞典

古希臘語[编辑]

詞源[编辑]

源自*στρατιάομαι (*stratiáomai) +‎ -της (-tēs)

發音[编辑]

 

名詞[编辑]

στρᾰτῐώτης (stratiṓtēsm (屬格 στρᾰτῐώτου); 一類變格 (阿提卡愛奧尼亞通用)

  1. 士兵戰士
  2. 僱傭兵

屈折[编辑]

相關詞彙[编辑]

派生語彙[编辑]

  • 希臘語: στρατιώτης (stratiótis)
  • → 亞拉姆語:
  • 英語: stratiote
  • 希伯來語: סַרְדְּיוֹט (sardyót)
  • → 安息語:
  • 跨語言: Lua错误 在Module:Taxlink的第68行:Parameter "ver" is not used by this template.

拓展閱讀[编辑]

希臘語[编辑]

詞源[编辑]

繼承自古希臘語 στρατιώτης (stratiṓtēs, 士兵)

名詞[编辑]

στρατιώτης (stratiótism (复数 στρατιώτες,阴性 στρατιωτίνα)

  1. (軍事) 士兵
  2. (軍事) 列兵
  3. (國際象棋)
    近義詞: πιόνι (pióni)

變格[编辑]

相關詞彙[编辑]

同類詞彙[编辑]

派生詞[编辑]

參見[编辑]

希臘語中的国际象棋棋子πεσσοί (pessoí)(布局 · 文字)
♚ ♛ ♜ ♝ ♞ ♟
βασιλιάς (vasiliás) βασίλισσα (vasílissa) πύργος (pýrgos) αξιωματικός (axiomatikós), τρελός (trelós) ίππος (íppos) στρατιώτης (stratiótis), πιόνι (pióni)

拓展閱讀[编辑]