μυταράς

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

詞源[编辑]

μύτη (mýti, ) +‎ -αράς (-arás)

發音[编辑]

名詞[编辑]

μυταράς (mytarásm (复数 μυταράδες,阴性 μυταρού)

  1. (口語貶義) 鼻子的人
    Βλέπεις αυτόν το μυταρά;
    Vlépeis aftón to mytará?
    你看見那個大鼻子的傢伙了嗎?

變格[编辑]