跳转到内容

κοριτσάκι

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

詞源[编辑]

κορίτσι (korítsi, 女孩) +‎ -άκι (-áki, 指小後綴)

名詞[编辑]

κοριτσάκι (koritsákin (复数 κοριτσάκια)

  1. κορίτσι (korítsi, 女孩)指小詞

變格[编辑]

相關詞彙[编辑]

參見[编辑]