καραμέλλα

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

名詞[编辑]

καραμέλλα (karaméllaf (复数 καραμέλλες)

  1. (非常罕用) καραμέλα (karaméla, 焦糖)的未簡化拼寫

變格[编辑]