καλαμποκάλευρο

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

詞源[编辑]

καλαμπόκι (kalampóki, 玉米) +‎ αλεύρι (alévri, 麵粉)

名詞[编辑]

καλαμποκάλευρο (kalampokálevron (复数 καλαμποκάλευρα)

  1. 玉米粉

變格[编辑]

近義詞[编辑]

相關詞彙[编辑]