επιθετικός

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

詞源[编辑]

源自古希臘語 ἐπιθετικός (epithetikós)

形容詞[编辑]

επιθετικός (epithetikósm (陰性 επιθετική,中性 επιθετικό)

  1. 攻擊性的,激進
    反義詞: αμυντικός (amyntikós)
  2. (語法) 形容詞

變格[编辑]

相關詞彙[编辑]