εμπόρευμα

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

名詞[编辑]

εμπόρευμα (empórevman (复数 εμπορεύματα)

  1. 商品

變格[编辑]

近義詞[编辑]

相關詞彙[编辑]