ελεφαντοστό

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

詞源[编辑]

ελέφαντας (eléfantas, ) +‎ οστό (ostó, )

名詞[编辑]

ελεφαντοστό (elefantostón (复数 ελεφαντοστά)

  1. 象牙

變格[编辑]

近義詞[编辑]

派生詞[编辑]