διοικητική

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

名詞[编辑]

διοικητική (dioikitikíf (复数 διοικητικές,阳性 διοικητικός)

  1. 女性行政人員

變格[编辑]

形容詞[编辑]

διοικητική (dioikitikí)

  1. διοικητικός (dioikitikós)主格賓格呼格單數陰性形式。