ανόητη

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

形容詞[编辑]

ανόητη (anóiti)

  1. ανόητος (anóitos)主格單數陰性形式。
  2. ανόητος (anóitos)賓格單數陰性形式。
  3. ανόητος (anóitos)呼格單數陰性形式。