ανατολικό

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

形容詞[编辑]

ανατολικό (anatolikó)

  1. ανατολικός (anatolikós)賓格單數陽性形式。
  2. ανατολικός (anatolikós)主格單數中性形式。
  3. ανατολικός (anatolikós)賓格單數中性形式。
  4. ανατολικός (anatolikós)呼格單數中性形式。