Ισραηλινός

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

名詞[编辑]

Ισραηλινός (Israïlinósm (复数 Ισραηλινοί,阴性 Ισραηλινή)

  1. 以色列人(多指男性)

變格[编辑]

相關詞彙[编辑]