ανεμούριο

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

名詞[编辑]

ανεμούριο (anemoúriom (复数 ανεμοδείκτες)

  1. (航空) 風向袋
    近義詞: ανεμοδείκτης (anemodeíktis)

變格[编辑]

相關詞彙[编辑]