跳转到内容

ακουστική

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語

[编辑]

名詞

[编辑]

ακουστική (akoustikín (复数 ακουστικές)

  1. (物理學) 聲學
  2. 音響效果

變格

[编辑]

相關詞彙

[编辑]
  • 參見:ακούω (akoúo, 聽,聽見,聽說)

形容詞

[编辑]

ακουστική (akoustikí)

  1. ακουστικός (akoustikós)主格賓格呼格單數陰性形式。