αγριοφωνάρα
希臘語
[编辑]詞源
[编辑]αγριο- (agrio-, “粗魯,粗野”) + φωνάρα (fonára, “大聲”)
名詞
[编辑]αγριοφωνάρα (agriofonára) f (复数 αγριοφωνάρες)
變格
[编辑]αγριοφωνάρα的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | αγριοφωνάρα • | αγριοφωνάρες • |
屬格 | αγριοφωνάρας • | — |
賓格 | αγριοφωνάρα • | αγριοφωνάρες • |
呼格 | αγριοφωνάρα • | αγριοφωνάρες • |