χαρτονόμισμα
希臘語[編輯]
詞源[編輯]
源自χαρτί (chartí, 「紙」) + νόμισμα (nómisma, 「貨幣」),仿譯自法語 papier-monnaie。
名詞[編輯]
χαρτονόμισμα (chartonómisma) n (複數 χαρτονομίσματα)
近義詞[編輯]
χαρτονόμισμα的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | χαρτονόμισμα • | χαρτονομίσματα • |
屬格 | χαρτονομίσματος • | χαρτονομισμάτων • |
賓格 | χαρτονόμισμα • | χαρτονομίσματα • |
呼格 | χαρτονόμισμα • | χαρτονομίσματα • |
近義詞[編輯]
- (正式): τραπεζογραμμάτιο n (trapezogrammátio)
拓展閱讀[編輯]
- χαρτονόμισμα在希臘語維基百科上的資料。維基百科 el