φεμινισμός

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

詞源[編輯]

借自法語 féminisme,源自拉丁語 femina (女人)

名詞[編輯]

φεμινισμός (feminismósm (複數 φεμινισμοί)

  1. (社會學) 女權主義女性主義
    反義詞: αντιφεμινισμός (antifeminismós)

變格[編輯]

相關詞彙[編輯]

延伸閱讀[編輯]