σκλαβοπάζαρο
希臘語
[編輯]詞源
[編輯]源自σκλάβος (sklávos, 「奴隸」) + παζάρι (pazári, 「市場」)。
名詞
[編輯]σκλαβοπάζαρο (sklavopázaro) n (複數 σκλαβοπάζαρα)
變格
[編輯]σκλαβοπάζαρο的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | σκλαβοπάζαρο • | σκλαβοπάζαρα • |
屬格 | σκλαβοπάζαρου • | σκλαβοπάζαρων • |
賓格 | σκλαβοπάζαρο • | σκλαβοπάζαρα • |
呼格 | σκλαβοπάζαρο • | σκλαβοπάζαρα • |