ποδήλατο

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

詞源[編輯]

源自古希臘語 πούς (poús, 腿,腳) + ἐλαύνω (elaúnō, 移動) + -τος (-tos)

名詞[編輯]

ποδήλατο (podílaton (複數 ποδήλατα)

  1. (交通運動) 自行車單車腳踏車
  2. 腳踏船

變格[編輯]

相關詞彙[編輯]

拓展閱讀[編輯]