νιφάδα

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

詞源[編輯]

源自古希臘語 νιφάς (niphás)

名詞[編輯]

νιφάδα (nifádaf (複數 νιφάδες)

  1. 雪花
  2. 薄片
    νιφάδες καλαμποκιούnifádes kalampokioú玉米片

變格[編輯]

近義詞[編輯]

參見[編輯]

拓展閱讀[編輯]