跳至內容

κουμπότρυπα

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語

[編輯]

詞源

[編輯]

κουμπό (koumpó, 紐扣) + τρυπα (trypa, )

名詞

[編輯]

κουμπότρυπα (koumpótrypaf (複數 κουμπότρυπες)

  1. 扣眼

變格

[編輯]

相關詞彙

[編輯]