εποχή

維基詞典,自由的多語言詞典
參見:ἐποχή

希臘語[編輯]

詞源[編輯]

源自古希臘語 ἐποχή (epokhḗ)

名詞[編輯]

εποχή (epochíf (複數 εποχές)

  1. 時代
  2. 季節
    Εποχή του ΛίθουEpochí tou Líthou石器時代
    近義詞: σεζόν (sezón)
  3. (哲學) 懸置

變格[編輯]

同類詞彙[編輯]

拓展閱讀[編輯]