γαλλικά

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

形容詞[編輯]

γαλλικά (galliká)

  1. γαλλικός (gallikós)主格賓格呼格複數中性形式。

名詞[編輯]

γαλλικά (gallikán 

  1. 法語
  2. (非正式) 粗話

變格[編輯]

近義詞[編輯]

相關詞彙[編輯]