αμύγδαλο
希臘語[編輯]
其他寫法[編輯]
- μύγδαλο n (mýgdalo)
詞源[編輯]
源自古希臘語 ἀμύγδαλον (amúgdalon)、ἀμυγδάλη (amugdálē),源自前希臘語。
發音[編輯]
名詞[編輯]
αμύγδαλο (amýgdalo) n (複數 αμύγδαλα)
變格[編輯]
αμύγδαλο的變格
相關詞彙[編輯]
- αμυγδαλάτο n (amygdaláto, 「蛋白杏仁餅乾」)
- αμυγδαλάτος (amygdalátos, 「扁桃的」)
- αμυγδαλεκτομή f (amygdalektomí, 「扁桃體切除術」)
- αμυγδαλέλαιο n (amygdalélaio, 「扁桃油」)
- αμυγδαλή f (amygdalí, 「扁桃體」)
- αμυγδαλιά f (amygdaliá, 「扁桃樹」)
- αμυγδαλίτιδα f (amygdalítida, 「扁桃體炎」)
- αμυγδαλιώνας m (amygdaliónas, 「扁桃樹林」)
- αμυγδαλόλαδο n (amygdalólado, 「扁桃油」)
- αμυγδαλόπαστα f (amygdalópasta, 「杏仁膏」)
- αμυγδαλοτομία f (amygdalotomía, 「扁桃體切除術」)
- αμυγδαλόφλουδα f (amygdalóflouda, 「扁桃殼」)
- αμυγδαλόψιχα f (amygdalópsicha, 「扁桃仁」)
- αμυγδαλωτό n (amygdalotó, 「蛋白杏仁餅乾」)
- αμυγδαλωτός (amygdalotós, 「扁桃形狀的」)