αδερφός

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

詞源[編輯]

源自古希臘語 ἀδελφός (adelphós, 兄弟)

名詞[編輯]

αδερφός (aderfósm (複數 αδερφοί, 陰性 αδερφή)

  1. αδελφός (adelfós)的另一種寫法

變格[編輯]