跳至內容

αγριοφωνάρα

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語

[編輯]

詞源

[編輯]

αγριο- (agrio-, 粗魯,粗野) +‎ φωνάρα (fonára, 大聲)

名詞

[編輯]

αγριοφωνάρα (agriofonáraf (複數 αγριοφωνάρες)

  1. 怒吼

變格

[編輯]