跳转到内容

λακκάκι

维基词典,自由的多语言词典

希腊语

[编辑]

词源

[编辑]

λάκκος (lákkos, 坑,洞) +‎ -άκι (-áki)

发音

[编辑]

名词

[编辑]

λακκάκι (lakkákin (复数 λακκάκια)

  1. λάκκος (lákkos)指小词
  2. 酒窝

变格

[编辑]