ἀγερέονται

維基詞典,自由的多語言詞典

古希臘語[编辑]

發音[编辑]

 

動詞[编辑]

ἀγερέονται (ageréontai)

  1. ἀγείρω (ageírō)第三人稱複數將來時中間態直陳式