源自古希臘語 χρῆμα (khrêma)
χρήμα (chríma) n (复数 χρήματα)
- 資金,資本
- (複數) 流動資產
- κέρμα n (kérma, “硬幣”)
- λεφτά n 複 (leftá, “現金”)
- μετρητά n 複 (metritá, “現金,金錢”)
- μετρητός (metritós, “可測量的”)
- νόμισμα n (nómisma, “硬幣”)
- ρέστα n 複 (résta, “找錢”)
- ρευστό n (refstó, “現金”)
- ρευστός (refstós, “現金的”)
- τοις μετρητοίς (tois metritoís, “用現金”)
- χρήμα n (chríma, “金錢,資金”)
- ψιλά n 複 (psilá, “零錢”)