χειμερία νάρκη

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

詞源[编辑]

χειμέριος (cheimérios, 冬天的,冬季的) +‎ νάρκη (nárki, 遲鈍,麻木)

名詞[编辑]

χειμερία νάρκη (cheimería nárkif (不可数)

  1. 冬眠

拓展閱讀[编辑]