希臘語[编辑]
源自古希臘語 ὑποπτεύω (hupopteúō) + -ομαι (-omai, 被動態動詞後綴)。
- 國際音標(幫助):/i.poˈpte.vo.me/
- 斷字:υ‧πο‧πτεύ‧ο‧μαι
υποπτεύομαι (ypoptévomai) 異態動詞 (過去簡單式 υποπτεύτηκα/υποπτεύθηκα)
- 懷疑
υποπτεύομαι (異態:僅被動形)
|
被動態 ➤
|
直陳語氣 ➤
|
未完成體 ➤
|
完成體 ➤
|
非過去式 ➤
|
現在 ➤
|
非獨立形 ➤
|
1 單
|
υποπτεύομαι
|
υποπτευτώ, υποπτευθώ
|
2 單
|
υποπτεύεσαι
|
υποπτευτείς, υποπτευθείς
|
3 單
|
υποπτεύεται
|
υποπτευτεί, υποπτευθεί
|
|
1 複
|
υποπτευόμαστε
|
υποπτευτούμε, υποπτευθούμε
|
2 複
|
υποπτεύεστε, υποπτευόσαστε
|
υποπτευτείτε, υποπτευθείτε
|
3 複
|
υποπτεύονται
|
υποπτευτούν(ε), υποπτευθούν(ε)
|
|
過去式 ➤
|
過去未完成時 ➤
|
一般過去式 ➤
|
1 單
|
υποπτευόμουν(α)
|
υποπτεύτηκα, υποπτεύθηκα
|
2 單
|
υποπτευόσουν(α)
|
υποπτεύτηκες, υποπτεύθηκες
|
3 單
|
υποπτευόταν(ε)
|
υποπτεύτηκε, υποπτεύθηκε
|
|
1 複
|
υποπτευόμασταν, (‑όμαστε)
|
υποπτευτήκαμε, υποπτευθήκαμε
|
2 複
|
υποπτευόσασταν, (‑όσαστε)
|
υποπτευτήκατε, υποπτευθήκατε
|
3 複
|
υποπτεύονταν, (υποπτευόντουσαν)
|
υποπτεύτηκαν, υποπτευτήκαν(ε), υποπτεύθηκαν, υποπτευθήκαν(ε)
|
|
將來時 ➤
|
持續將來時 ➤
|
一般將來時 ➤
|
1 單
|
➤
|
➤
|
2,3 單, 1,2,3 複
|
θα υποπτεύεσαι, …
|
θα υποπτευτείς / υποπτευθείς, …
|
|
|
完成體 ➤
|
現在完成時 ➤
|
έχω, έχεις, … υποπτευτεί / υποπτευθεί
|
過去完成時 ➤
|
είχα, είχες, … υποπτευτεί / υποπτευθεί
|
將來完成時 ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … υποπτευτεί / υποπτευθεί
|
|
虛擬語氣 ➤
|
使用現在時非獨立形(一般過去時) 或現在完成時形式 + 助詞(να、ας)。
|
|
祈使語氣 ➤
|
未完成體
|
完成體
|
2 單
|
—
|
—
|
2 複
|
υποπτεύεστε
|
υποπτευτείτε, υποπτευθείτε
|
|
其他形式
|
被動態
|
現在分詞 ➤
|
—
|
完成分詞 ➤
|
—
|
|
非限定形 ➤
|
υποπτευτεί, υποπτευθεί
|
|
|
注釋 Appendix:希臘語動詞
|
• (…) 可選或非正式。 […] 罕用。 {…} 古體。 • 有多種形式的,按使用頻率依次遞減。 • 使用虛擬式可組合出委婉命令式。
|
|
近義詞[编辑]
相關詞彙[编辑]