πόδι
外观
希臘語
[编辑]其他寫法
[编辑]詞源
[编辑]源自中古希臘語 πόδιν (pódin),源自古希臘語 πόδιον (pódion),πούς, ποδός (poús, podós)的指小詞,源自原始印歐語 *póds、*pṓds。
發音
[编辑]名詞
[编辑]πόδι (pódi) n (复数 πόδια)
- (解剖學) 腿
- Έσπασε το πόδι του παίζοντας ποδόσφαιρο.
- Éspase to pódi tou paízontas podósfairo.
- 他踢足球的時候把腿弄骨折了。
- (解剖學) 腳
- Του έκοψαν το πόδι επειδή είχε μολυνθεί το δάχτυλο του ποδιού.
- Tou ékopsan to pódi epeidí eíche molyntheí to dáchtylo tou podioú.
- 因為腳趾已經感染,他們把他的腳切除了。
- (比喻義) 家具的腿
- Αυτό το τραπέζι έχει μόνο τρία πόδια.
- Aftó to trapézi échei móno tría pódia.
- 這張桌子只有三條腿。
- (地理學,解剖學) 狹長的半島
- Η Χαλκιδική έχει τρία πόδια.
- I Chalkidikí échei tría pódia.
- 哈爾基季基有三個半島。
- (計量單位) 尺,希臘尺,英尺
- Το αεροσκάφος πετάει στα τριάντα χιλιάδες πόδια.
- To aeroskáfos petáei sta triánta chiliádes pódia.
- 飛機正在三萬英呎的高度飛行。
變格
[编辑]近義詞
[编辑]派生詞
[编辑]- ποδιά f (podiá, “圍裙”)
- ποδικός (podikós, “腳的”)
- με τα πόδια (me ta pódia, “步行”)
- με το ένα πόδι στον τάφο (me to éna pódi ston táfo, “行將就木”)
- μέχρι να σηκώσει το ένα πόδι, βρωμάει το άλλο (méchri na sikósei to éna pódi, vromáei to állo, “非常懶惰”, 字面意思是“他/她動一條腿的時候,另外一條發臭”)
- μες στα πόδια (mes sta pódia, “在路上的,擋住的”)
相關詞彙
[编辑]參見:ποδάρι n (podári, “腿”)