πραξικόπημα

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

詞源[编辑]

源自πράξη (práxi) +‎ κόπτω (kópto)

發音[编辑]

名詞[编辑]

πραξικόπημα (praxikópiman (复数 πραξικοπήματα)

  1. 政變

變格[编辑]

拓展閱讀[编辑]