πλούσιος
外观
古希臘語
[编辑]詞源
[编辑]源自πλοῦτος (ploûtos,“財富”) + -ιος (-ios)。
發音
[编辑]- (公元前5世紀,阿提卡) 國際音標(幫助): /plǔː.si.os/
- (公元1世紀,通用) 國際音標(幫助): /ˈplu.si.os/
- (公元4世紀,通用) 國際音標(幫助): /ˈplu.si.os/
- (公元10世紀,拜占庭) 國際音標(幫助): /ˈplu.si.os/
- (公元10世紀,君士坦丁堡) 國際音標(幫助): /ˈplu.si.os/
形容詞
[编辑]πλούσῐος (ploúsĭos) m (陰性 πλουσῐ́ᾱ,中性 πλούσῐον); 第一類/第二類
屈折
[编辑]數 | S單數 | D雙數 | P複數 | |||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
格/性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | |||||
N主格 | πλούσῐος ploúsĭos |
πλουσῐ́ᾱ plousĭ́ā |
πλούσῐον ploúsĭon |
πλουσῐ́ω plousĭ́ō |
πλουσῐ́ᾱ plousĭ́ā |
πλουσῐ́ω plousĭ́ō |
πλούσῐοι ploúsĭoi |
πλούσῐαι ploúsĭai |
πλούσῐᾰ ploúsĭă | |||||
G屬格 | πλουσῐ́ου plousĭ́ou |
πλουσῐ́ᾱς plousĭ́ās |
πλουσῐ́ου plousĭ́ou |
πλουσῐ́οιν plousĭ́oin |
πλουσῐ́αιν plousĭ́ain |
πλουσῐ́οιν plousĭ́oin |
πλουσῐ́ων plousĭ́ōn |
πλουσῐ́ων plousĭ́ōn |
πλουσῐ́ων plousĭ́ōn | |||||
D與格 | πλουσῐ́ῳ plousĭ́ōi |
πλουσῐ́ᾳ plousĭ́āi |
πλουσῐ́ῳ plousĭ́ōi |
πλουσῐ́οιν plousĭ́oin |
πλουσῐ́αιν plousĭ́ain |
πλουσῐ́οιν plousĭ́oin |
πλουσῐ́οις plousĭ́ois |
πλουσῐ́αις plousĭ́ais |
πλουσῐ́οις plousĭ́ois | |||||
A賓格 | πλούσῐον ploúsĭon |
πλουσῐ́ᾱν plousĭ́ān |
πλούσῐον ploúsĭon |
πλουσῐ́ω plousĭ́ō |
πλουσῐ́ᾱ plousĭ́ā |
πλουσῐ́ω plousĭ́ō |
πλουσῐ́ους plousĭ́ous |
πλουσῐ́ᾱς plousĭ́ās |
πλούσῐᾰ ploúsĭă | |||||
V呼格 | πλούσῐε ploúsĭe |
πλουσῐ́ᾱ plousĭ́ā |
πλούσῐον ploúsĭon |
πλουσῐ́ω plousĭ́ō |
πλουσῐ́ᾱ plousĭ́ā |
πλουσῐ́ω plousĭ́ō |
πλούσῐοι ploúsĭoi |
πλούσῐαι ploúsĭai |
πλούσῐᾰ ploúsĭă | |||||
派生形式 | 副詞 | 比較級 | 最高級 | |||||||||||
πλουσῐ́ως plousĭ́ōs |
πλουσῐώτερος plousĭṓteros |
πλουσῐώτᾰτος plousĭṓtătos | ||||||||||||
注意: |
|
派生語彙
[编辑]參考資料
[编辑]- “πλούσιος”, in Liddell & Scott (1940年) A Greek–English Lexicon,Oxford:Clarendon Press
- “πλούσιος”, in Liddell & Scott (1889年) An Intermediate Greek–English Lexicon,New York:Harper & Brothers
- “πλούσιος”, in Autenrieth, Georg (1891年) A Homeric Dictionary for Schools and Colleges,New York:Harper and Brothers
- Bailly, Anatole (1935年) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français,Paris:Hachette
- Woodhouse, S. C. (1910年) English–Greek Dictionary: A Vocabulary of the Attic Language[1],London:Routledge & Kegan Paul Limited.
- πλούσιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (since 2011) Dictionaries for Ancient Greek and Latin (in English, French, Spanish, German, Dutch and Chinese) 芝加哥大學。
希臘語
[编辑]詞源
[编辑]發音
[编辑]形容詞
[编辑]πλούσιος (ploúsios) m (陰性 πλούσια,中性 πλούσιο)
變格
[编辑] πλούσιος 的變格
數 格 / 性 |
單數 | 複數 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | |
主格 | πλούσιος • | πλούσια • | πλούσιο • | πλούσιοι • | πλούσιες • | πλούσια • |
屬格 | πλούσιου • | πλούσιας • | πλούσιου • | πλούσιων • | πλούσιων • | πλούσιων • |
賓格 | πλούσιο • | πλούσια • | πλούσιο • | πλούσιους • | πλούσιες • | πλούσια • |
呼格 | πλούσιε • | πλούσια • | πλούσιο • | πλούσιοι • | πλούσιες • | πλούσια • |
衍生 | 比較級:πιο + 肯定形(如 πιο πλούσιος) 相對最高級:定冠詞 + πιο + 肯定形(如 ο πιο πλούσιος) | |||||
注釋 | 屬格複數也用 πλουσίων 的形式 |
添加後綴的比較程度
比較級 | 单数 | 复数 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
主格 | πλουσιότερος • | πλουσιότερη • | πλουσιότερο • | πλουσιότεροι • | πλουσιότερες • | πλουσιότερα • |
屬格 | πλουσιότερου • | πλουσιότερης • | πλουσιότερου • | πλουσιότερων • | πλουσιότερων • | πλουσιότερων • |
賓格 | πλουσιότερο • | πλουσιότερη • | πλουσιότερο • | πλουσιότερους • | πλουσιότερες • | πλουσιότερα • |
呼格 | πλουσιότερε • | πλουσιότερη • | πλουσιότερο • | πλουσιότεροι • | πλουσιότερες • | πλουσιότερα • |
衍生 | 相對最高級:ο + 比較級形式(如“ο πλουσιότερος”) | |||||
絕對最高級 | 单数 | 复数 | ||||
阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
主格 | πλουσιότατος • | πλουσιότατη • | πλουσιότατο • | πλουσιότατοι • | πλουσιότατες • | πλουσιότατα • |
屬格 | πλουσιότατου • | πλουσιότατης • | πλουσιότατου • | πλουσιότατων • | πλουσιότατων • | πλουσιότατων • |
賓格 | πλουσιότατο • | πλουσιότατη • | πλουσιότατο • | πλουσιότατους • | πλουσιότατες • | πλουσιότατα • |
呼格 | πλουσιότατε • | πλουσιότατη • | πλουσιότατο • | πλουσιότατοι • | πλουσιότατες • | πλουσιότατα • |
反義詞
[编辑]- φτωχός (ftochós)