πέτρινος

維基詞典,自由的多語言詞典

古希臘語[编辑]

詞源[编辑]

源自πέτρα (pétra, 岩石,石頭) +‎ -ινος (-inos)

發音[编辑]

 

形容詞[编辑]

πέτρῐνος (pétrinosm (陰性 πετρῐ́νη, 中性 πέτρῐνον); 第一類/第二類

  1. 石頭的,岩石
    近義詞: λάϊνος (láïnos)
  2. 變成石頭的

屈折[编辑]

拓展閱讀[编辑]

希臘語[编辑]

形容詞[编辑]

πέτρινος (pétrinosm (陰性 πέτρινη, 中性 πέτρινο)

  1. 石頭的,岩石
    πέτρινη σκάλαpétrini skála樓梯
  2. (比喻) 內心不為感情所動的
    πέτρινη καρδιάpétrini kardiá鐵石心腸

變格[编辑]

相關詞彙[编辑]

  • 參見:πέτρα f (pétra, 岩石,石頭)