μπανιέρα

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

詞源[编辑]

μπάνιο (bánio, 沐浴) +‎ -ιέρα (-iéra)

發音[编辑]

名詞[编辑]

μπανιέρα (baniéraf (复数 μπανιέρες)

  1. 浴缸
    Καθάρισε σε παρακαλώ την μπανιέρα, είναι γεμάτη σαπουνάδες.
    Kathárise se parakaló tin baniéra, eínai gemáti sapounádes.
    請你清理一下浴缸,裡面全是泡沫。

變格[编辑]

近義詞[编辑]

相關詞彙[编辑]

拓展閱讀[编辑]