μέτωπο

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

詞源[编辑]

繼承自古希臘語 μέτωπον (métōpon)

名詞[编辑]

μέτωπο (métopon (复数 μέτωπα)

  1. 額頭
  2. (引申) 前面立面
  3. (軍事) 前線
  4. (氣象學) 鋒面

變格[编辑]

參見[编辑]