λεφτό

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

詞源[编辑]

參見λεπτό (leptó)

名詞[编辑]

λεφτό (leftón (复数 λεφτά)

  1. ()
    Δώσε μου τα λεφτά!Dóse mou ta leftá!把錢給我!
  2. (複數) 財富

變格[编辑]

派生詞[编辑]

相關詞彙[编辑]

參見[编辑]