λαθρέμπορος

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

詞源[编辑]

源自λαθραίος (lathraíos, 非法的) +‎ έμπορος (émporos, 商人)

發音[编辑]

名詞[编辑]

λαθρέμπορος (lathrémporosm (复数 λαθρέμποροι)

  1. 走私

變格[编辑]

相關詞彙[编辑]