源自古希臘語 κῠβερνᾰ́ω (kubernáō)。
- 國際音標(幫助):/ci.veɾˈno/
- 斷字:κυ‧βερ‧νώ
κυβερνώ (kyvernó) / κυβερνάω (過去簡單式 κυβέρνησα,被動語態 κυβερνώμαι/κυβερνιέμαι,被動過去 κυβερνήθηκα,被動完成分詞 κυβερνημένος)
- 統治,管制
- 擔任船長;掌舵
κυβερνώ, κυβερνώμαι - κυβερνάω, κυβερνιέμαι
|
主動態 ➤
|
被動態 ➤
|
直陳語氣 ➤
|
未完成體 ➤
|
完成體 ➤
|
未完成體
|
完成體
|
非過去式 ➤
|
現在 ➤
|
非獨立形 ➤
|
現在
|
非獨立形
|
1 單
|
κυβερνώ - κυβερνάω1
|
κυβερνήσω
|
κυβερνώμαι - κυβερνιέμαι1
|
κυβερνηθώ
|
2 單
|
κυβερνάς
|
κυβερνήσεις
|
κυβερνάσαι - κυβερνιέσαι
|
κυβερνηθείς
|
3 單
|
κυβερνά - κυβερνάει
|
κυβερνήσει
|
κυβερνάται - κυβερνιέται
|
κυβερνηθεί
|
|
1 複
|
κυβερνούμε, κυβερνάμε
|
κυβερνήσουμε, [-ομε]
|
κυβερνόμαστε, {κυβερνώμεθα} - κυβερνιόμαστε
|
κυβερνηθούμε
|
2 複
|
κυβερνάτε
|
κυβερνήσετε
|
κυβερνάστε, {κυβερνάσθε} - κυβερνιέστε(‑ιόσαστε)
|
κυβερνηθείτε
|
3 複
|
κυβερνούν(ε) - κυβερνάνε, κυβερνάν
|
κυβερνήσουν(ε)
|
κυβερνώνται - κυβερνιούνται, (‑ιόνται)
|
κυβερνηθούν(ε)
|
|
過去式 ➤
|
過去未完成時 ➤
|
一般過去式 ➤
|
過去未完成時
|
一般過去式
|
1 單
|
κυβερνούσα
|
κυβέρνησα
|
—2 - κυβερνιόμουν(α)
|
κυβερνήθηκα
|
2 單
|
κυβερνούσες
|
κυβέρνησες
|
— - κυβερνιόσουν(α)
|
κυβερνήθηκες
|
3 單
|
κυβερνούσε
|
κυβέρνησε
|
{κυβερνάτο} - κυβερνιόταν(ε)
|
κυβερνήθηκε
|
|
1 複
|
κυβερνούσαμε
|
κυβερνήσαμε
|
— - κυβερνιόμασταν, (‑ιόμαστε)
|
κυβερνηθήκαμε
|
2 複
|
κυβερνούσατε
|
κυβερνήσατε
|
— - κυβερνιόσασταν, (‑ιόσαστε)
|
κυβερνηθήκατε
|
3 複
|
κυβερνούσαν(ε)
|
κυβέρνησαν, κυβερνήσαν(ε)
|
{κυβερνώντο} - κυβερνιόνταν(ε), κυβερνιόντουσαν, κυβερνιούνταν
|
κυβερνήθηκαν, κυβερνηθήκαν(ε)
|
|
將來時 ➤
|
持續將來時 ➤
|
一般將來時 ➤
|
持續將來時
|
一般將來時
|
1 單
|
θα κυβερνώ - θα κυβερνάω ➤
|
θα κυβερνήσω ➤
|
θα κυβερνώμαι - θα κυβερνιέμαι ➤
|
θα κυβερνηθώ ➤
|
2,3 單, 1,2,3 複
|
θα κυβερνάς, …
|
θα κυβερνήσεις, …
|
θα κυβερνάσαι - θα κυβερνιέσαι, …
|
θα κυβερνηθείς, …
|
|
|
完成體 ➤
|
完成體
|
現在完成時 ➤
|
έχω, έχεις, … κυβερνήσει έχω, έχεις, … κυβερνημένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … κυβερνηθεί είμαι, είσαι, … κυβερνημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
過去完成時 ➤
|
είχα, είχες, … κυβερνήσει είχα, είχες, … κυβερνημένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … κυβερνηθεί ήμουν, ήσουν, … κυβερνημένος, ‑η, ‑ο
|
將來完成時 ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … κυβερνήσει θα έχω, θα έχεις, … κυβερνημένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … κυβερνηθεί θα είμαι, θα είσαι, … κυβερνημένος, ‑η, ‑ο
|
|
虛擬語氣 ➤
|
使用現在時非獨立形(一般過去時) 或現在完成時形式 + 助詞(να、ας)。
|
|
祈使語氣 ➤
|
未完成體
|
完成體
|
未完成體
|
完成體
|
2 單
|
κυβέρνα
|
κυβέρνησε, κυβέρνα
|
—
|
κυβερνήσου
|
2 複
|
κυβερνάτε
|
κυβερνήστε
|
κυβερνάστε, {κυβερνάσθε} - κυβερνιέστε
|
κυβερνηθείτε
|
|
其他形式
|
主動態
|
被動態
|
現在分詞➤
|
κυβερνώντας ➤
|
κυβερνώμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
完成分詞➤
|
έχοντας κυβερνήσει ➤
|
κυβερνημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
非限定形➤
|
κυβερνήσει
|
κυβερνηθεί
|
|
|
注釋 Appendix:希臘語動詞
|
1. 第二種形式為口語形。 2. 本動詞在古代變位中有更多的形式。 • (…) 可選或非正式。 […] 罕用。 {…} 古體。 • 有多種形式的,按使用頻率依次遞減。 • 使用虛擬式可組合出委婉命令式。
|
|