κατεψυγμένος

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

詞源[编辑]

源自中古希臘語 κατεψυγμένος (katepsugménos)καταψύκω (katapsúkō)的完成分詞。

形容詞[编辑]

κατεψυγμένος (katepsygménosm (陰性 κατεψυγμένη, 中性 κατεψυγμένο)

  1. 冷凍的,冰凍

變格[编辑]

相關詞彙[编辑]