καπίστρι
希臘語[编辑]
詞源[编辑]
名詞[编辑]
καπίστρι (kapístri) n (复数 καπίστρια)
- (馬術) 籠頭
變格[编辑]
καπίστρι的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | καπίστρι • | καπίστρια • |
屬格 | καπιστριού • | καπιστριών • |
賓格 | καπίστρι • | καπίστρια • |
呼格 | καπίστρι • | καπίστρια • |
同類詞彙[编辑]
相關詞彙[编辑]
- ακαπίστρωτος (akapístrotos, “未繫韁繩的”)